- μυλήκορον
- μῠλ-ήκορον, τό, (κόρος C)A broom for cleaning a mill, Fest.s.v. molucrum, Poll.6.94: hence generally, broom, Archipp.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλήκορον — μυλήκορον, τὸ (Α) 1. σκούπα για καθαρισμό μύλου 2. (γενικά) σκούπα, σάρωθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος «σκούπα»] … Dictionary of Greek
μυλήκορον — broom for cleaning a mill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυληκόρῳ — μυλήκορον broom for cleaning a mill neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek